- τοξικολογία
- toxicologie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τοξικολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα δηλητήρια, την επίδρασή τους στον οργανισμό και τη διάγνωσή τους. Πρώτος ο Ορφιλά μελέτησε τα δηλητήρια, εφαρμόζοντας επιστημονικές μεθόδους. Έτσι, έγινε δυνατή η ανίχνευση ελάχιστων ποσοτήτων τοξικών ουσιών,… … Dictionary of Greek
τοξικολογία — η κλάδος της ιατρικής που εξετάζει τα δηλητήρια και τη διάγνωση και θεραπεία των δηλητηριάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοξικολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Αχ. Γεωργαντά] … Dictionary of Greek
Toxikologe — Die Toxikologie (altgriechisch τοξικολογία, toxikologia – die Giftkunde) ist die Lehre von den Giftstoffen (Toxinen), den Vergiftungen und der Behandlung von Vergiftungen. Sie ist ein interdisziplinäres Fachgebiet, das meist der Pharmakologie… … Deutsch Wikipedia
Toxikologie — Die Toxikologie (griechisch τοξικολογία, toxikologia – die Giftkunde) ist die Lehre von den Giftstoffen, den Vergiftungen und der Behandlung von Vergiftungen. Sie ist ein interdisziplinäres Fachgebiet, das meist der Pharmakologie angegliedert ist … Deutsch Wikipedia
Toxikologin — Die Toxikologie (altgriechisch τοξικολογία, toxikologia – die Giftkunde) ist die Lehre von den Giftstoffen (Toxinen), den Vergiftungen und der Behandlung von Vergiftungen. Sie ist ein interdisziplinäres Fachgebiet, das meist der Pharmakologie… … Deutsch Wikipedia
Toxikologisch — Die Toxikologie (altgriechisch τοξικολογία, toxikologia – die Giftkunde) ist die Lehre von den Giftstoffen (Toxinen), den Vergiftungen und der Behandlung von Vergiftungen. Sie ist ein interdisziplinäres Fachgebiet, das meist der Pharmakologie… … Deutsch Wikipedia
Токсикология — В этой статье не хватает ссылок на источники информации. Информация должна быть проверяема, иначе она может быть поставлена под сомнение и удалена. Вы можете … Википедия
Токсиколог — специалист (врач, биолог) в области токсикологии (от греч. τοξικος яд и λογος наука, то есть τοξικολογία науке о ядах) науке, изучающей физико химические свойства токсичных химических веществ, потенциальную опасность их воздействия на организмы и … Википедия
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek